Τετάρτη 2 Μαρτίου 1994

Ο ΦΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ



Το μεγαλύτερο σαλούν το είχα εγώ στην πόλη,
και έρχονταν για ένα ποτό οι καουμπόηδες όλοι.
Με πιάνει το παράπονο και ολοένα πίνω,
κι απ' τον μεγάλο μου καημό, αλκοολικός θα γίνω.
Μου σπάσανε τα κρύσταλλα που είχα γύρω γύρω
και να τα φτιάξει φώναξα τον φίλο μου το Σπύρο.
Ο Σπύρος έφτασε ευθύς με όλα τα εργαλεία
και έφερε στο μαγαζί όλη την κομπανία.
Άρχισαν να χορεύουνε κι εγώ δεν ήμουν μέσα,
κι όταν επήγα το πρωί, τους βρήκα όλους φέσια.
Τους έπιασα απ' το γιακά να τους πετάξω έξω,
κι ο Σπύρος εμουρμούρισε: "Ήσυχα, θα στις βρέξω!"
Αλλά απ' το πολύ πιοτό, δεν έβλεπε μπροστά του
κι αντί να δείρει εμένανε, τραβούσε τα μαλλιά του.
Επήρα τότε ένα κλομπ, τού 'δωσα μια στην κούτρα,
και έπεσε στο πάτωμα και έσπασε τα μούτρα.
Κι απ' το βαρύ το πέσιμο, μού 'σπασε δυο σανίδια
και τόσο εζαλίστηκε, πού 'φαγε ροκανίδια.
Και για να τον εκδικηθώ γι' αυτό το φέρσιμό του,
άρχισα να χοροπηδώ πάνω στον πισινό του.
Κι έπαθε δισκοπάθεια και βγήκε μπουσουλώντας
κι ήρθαν οι δικηγόροι του εξώδικα κρατώντας.
Όταν εμπρός στον δικαστή βρεθήκαμε κι οι δύο,
χάλασε το air-condition κι έκανε πολύ κρύο.
Μα ο δικαστής ήταν μπεκρής κι έπινε μόνο μπύρα
και είπε: "Ω δυστυχία μου! Την Amstel δεν την πήρα!"
Του είπα τότε εγώ στ' αυτί: "Την έχω στο σαλούν μου."
Και είπε: "Άντε φέρτηνα, να πάω προς νερού μου."
Ο Σπύρος εσυγχύστηκε και άριχσε να κλαίει,
και νόμιζε πως ήτανε η Φέι Νταναγουέι
που ο Μίκι Ρουρκ την άφησε μονάχη να μεθάει
κι αυτός εις τον Παράδεισο τα πίνει και τα σπάει.
Εγώ πήρα το άλογο που βρήκα έξω δεμένο
και είπα: "Μ' αυτούς τους άθλιους άλλη στιγμή δεν μένω."
Επήρα όρη και βουνά γελώντας σαρδωνίως
κι ο Σπύρος έμεινε εκεί, να κλαίει αιωνίως,
χτυπώντας το κεφάλι του σε κάθε άδειο τοίχο,
και με την κάθε κουτουλιά έγραφε κι έναν στίχο.
Και με στιχάκια γέμισε ολόκληρη την πόλη
και βγήκαν στα παράθυρα οι καουμπόηδες όλοι.
Θύελλα ξεσηκώθηκε εις τον Λευκό τον Οίκο
κι ο πρόεδρος ξεφώνισε: "Φέρτε μου εδώ τον Νίκο!"
Και τού 'πε: "Πιάσε έναν κουβά με μπόλικο ασβέστη
και πάρε και για βοηθό το γιο μου τον Ανέστη,
και μπείτε στο αμάξι μου, που είναι έξω σταθμευμένο,
και φέρτε μου εδώ δετό αυτόν τον λυσσασμένο."
Ο Σπύρος ετριγύρναγε ακόμα μες στην πόλη,
κι απ' τα ανοιχτά παράθυρα τον ραίναν με ροσόλι.
Του γνέφαν οι καουμπόησσες απ' τα ψηλά μπαλκόνια,
και τού 'γνεφε κι ο στρατηγός με τα χρυσά γαλόνια,
και σαν επέρασε μπροστά στου στρατηγού τον τοίχο,
ο στρατηγός του φώναξε: "Γράψε μου έναν στίχο
για μάχες που εκέρδισα, για λάφυρα που πήρα,
και θα σου δώσω πληρωμή ένα καφάσι μπύρα."
Κι ο Σπύρος που είχε τυφλωθεί απ' τον πολύ τον οίστρο,
δεν είδε πως ο στρατηγός ήτανε μια κουνίστρω
που όμοια δεν είχε ματαδεί η πόλη πέρα ως πέρα,
που σύχναζε σε gay bars κι είχε την νύχτα μέρα.
Απ' τη γωνία φάνηκαν ο Νίκος κι ο Ανέστης
μα το αμάξι τράκαρε και χύθηκε ο ασβέστης.
Γίναν κι οι δύο κάτασπροι σαν χιονισμένοι λόφοι
και ούρλιαξε στη θέα τους η πριμαντόνα η Σόφη.
Άκουσε ο Σπύρος την κραυγή κι έδωσε έναν σάλτο,
κι από τους τραπεζίτες του πετάχτηκε το σμάλτο,
και μπήκε απ' το παράθυρο στου στρατηγού το σπίτι
κι ο στρατηγός εφώναξε: "Ποιος είσαι; Ο Γουόρεν Μπίτι;"
Τά 'χασε ο Σπύρος. Κι άξαφνα τη γλώσσα του δαγκώνει,
ασπρίζει σαν στυπόχαρτο και βγαίνει στο μπαλκόνι.
Παίρνει ευθύς φόρα ο στρατηγός κι απ' τον γιακά τον πιάνει
κι ο Σπύρος ο κακόμοιρος επάνω του τα κάνει.
Κι ο στρατηγός λυπήθηκε τέτοιο πλάσμα ουράνιο
και τού 'πε: "Το ψητό μετά. Τώρα θα κάνεις μπάνιο."
Και στο λουτρό τον έβαλε με αφρόλουτρο Camay,
μια ώρα τον μπανιάριζε για να μοσχοβολάει.
Ο Σπύρος προσευχότανε σε όλους τους αγίους
και να το σκάσει λόγιαζε με τρόπους υπογείους.
Θυμότανε τ' αδέρφια του και το μικρό χωριό του,
τον μπάρμπα του τον Παντελή, τη θεία τη Μαριώ του,
και έβαλε τα κλάματα, και πώς να σταματήσει!
Κι ο στρατηγός δεν ήξερε πώς να τον ηρεμήσει.
Κι άρχισε να του ιστορεί την Κοκκινοσκουφίτσα
κι έστειλε και τον μπάτλερ του να πάει να φέρει πίτσα.
Κι ο Σπύρος που απ' την πείνα του δεν έβλεπε μπροστά του,
άρχισε να φιλοσοφεί όλα τα βάσανά του,
και σκέφτηκε: "Για το φαΐ χειρότερα έχουν γίνει
και για μια πίτσα θά 'βαζα ακόμα και μπικίνι."
Κάθισε με τον στρατηγό μπρος στο αναμμένο τζάκι
και μια φλογίτσα τού 'καψε το αριστερό μπατζάκι,
και φάνηκε η γάμπα του, με του Νουρέγιεφ όμοια,
κι ο στρατηγός του έπλεξε ατέλειωτα εγκώμια.
Καθώς ο μπάτλερ γύριζε την πίτσα κουβαλώντας,
δυο χέρια τον αρπάξανε και, άγαρμπα τραβώντας,
Τον στρίμωξαν σε μια γωνιά, την πίτσα του την πήραν,
έκατσαν και την έφαγαν και θέλανε και μπύρα.
Και ύστερα τον πρόσταξαν στον Σπύρο να τους πάει,
μ' αυτός που όλα τα ήξερε άρχισε να γελάει.
Και του είπαν: "Τι χασκογελάς; Ξεδιάντροπε, για στάσου!
Του προέδρου είμαστε παιδιά, έλα στα συγκαλά σου!"
Κι αυτός είπε: "Αν ξέρατε πού είναι ο Σπύρος τώρα,
το ίδιο θα κάνατε κι εσείς ετούτη εδώ την ώρα."
Στου στρατηγού το φουαγιέ γινότανε το σώσε!
Με στρατηγούς δεν ήθελε ο Σπύρος πάρε-δώσε,
και έτρεχε σαν σίφουνας στα έπιπλα τριγύρω
κι ο στρατηγός εφώναζε: "Έλα κοντά μου Σπύρο!"
Ο Σπύρος σάλτο έδωσε, πήδηξε απ' το μπαλκόνι,
έπεσε μες στον τενεκέ κι έσκασε σαν πεπόνι.
Ο στρατηγός ενόμισε πως ήταν πεθαμένος
και μόνος εμουρμούρισε: "Τι κρίμα, ο καημένος!"
Μα ο Σπύρος αναδύθηκε με μια χαρτοσακούλα
επάνω εις το κεφάλι του, ωσάν ληστή κουκούλα,
πάνω στον μπάτλερ έπεσε, στον Νίκο, τον Ανέστη,
κι αυτοί μόλις τον είδανε, τους έπεσε ο ασβέστης.
Τον πήρανε για φάντασμα και τρέχουνε ακόμα,
κι έβαλε το κεφάλι του ο μπάτλερ μες στο χώμα.
Ο Σπύρος εκυνήγησε τον Νίκο, τον Ανέστη,
κι όπως τους είδε ο πρόεδρος λουσμένους στον ασβέστη
στο μέγαρο να μπαίνουνε, έγινε μακαρίτης
κι ο Ανέστης απ' τον πόνο του έγινε αρχιμανδρίτης.
Κι ο Σπύρος που ήτανε κοντά, έκατσε στο γραφείο
που ήταν πριν ο πρόεδρος και τού 'πεσε λαχείο:
αυτός να γίνει πρόεδρος στου πρόεδρου τη θέση
κι έγινε τζέντλεμαν σωστός, με φράκο και με φέσι.

Από την ποιητική συλλογή "Ονειρικά Έπη", εκδόσεις ΧΑΛΙΜΑ, 1994

ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΦΟΔΟΣ

Βόμβες χιλίων κιλοβάτ ραγίσαν την καρδιά μου και ένας επισμηναγός έπεσε στην ποδιά μου. Κι έκανε μία έφοδο ελεύθερη κι ωραία  στο αδειανό ψυ...