Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 1994

ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΦΟΔΟΣ



Βόμβες χιλίων κιλοβάτ ραγίσαν την καρδιά μου
και ένας επισμηναγός έπεσε στην ποδιά μου.
Κι έκανε μία έφοδο ελεύθερη κι ωραία 
στο αδειανό ψυγείο μας. Τι όμορφη παρέα!
Προχώρησε ακάθεκτος στον διάδρομο του πάθους,
μα απ' τη βιασύνη του έπεσε θύμα μεγάλου λάθους.
Είναι άλυτο μυστήριο πώς τα κατάφερε έτσι,
στο αποχωρητήριο να ψάχνει για γιουβέτσι.
Και πάλι πίσω γύρισε στο αδειανό ψυγείο,
κι εκεί στεκόμουνα κι εγώ. Τι θέαμα γελοίο!
Πεινούσε. Κι απ' την πείνα του, δεν έβλεπε μπροστά του,
καρβέλια ονειρευότανε, γουργούριζε η κοιλιά του,
κι έτσι το τέκνο το λαμπρό της αεροπορίας
υπέρ πατρίδος έπαθε μια κρίση υστερίας,
κι έκανε πάλι έφοδο στο μαύρο το σκοτάδι,
αλλά δεν βρήκε τίποτα, μόνο ένα σάπιο αχλάδι,
και με λαχτάρα όρμησε να το καταβροχθίσει
και τρίξαν τα σαγόνια του σ' Ανατολή και Δύση.
Ευθύς όμως τραβήχτηκε με μάτια γουρλωμένα,
και πέσανε τα δόντια του, όλα εκτός από ένα,
που έμεινε να στέκεται γεμάτο μεγαλείο,
παράδειγμα ηρωισμού και λεβεντιάς σημείο.
Καημένε επισμηναγέ, τι σού 'μελλε να πάθεις!
Να τρέχεις ξημερώματα μες στην πλατεία Βάθης,
να ψάχνεις οδοντογιατρό, κανέναν να μη βρίσκεις,
μόνο μια γάτα στα σκαλιά να μασουλάει Friskies,
γιατί είχανε όλοι οι γιατροί κατέβει σε πορεία
και ήτανε θεόκλειστα όλα τα ιατρεία.
Όπως ηχούν τα κύμβαλα στις χώρες των αγρίων,
και σαν ταμπούρλο η καρδιά χτυπάει των θηρίων,
έτσι κι ο επισμηναγός κλειστές πόρτες χτυπούσε
κι όπου δεν του ανοίγανε, απ' έξω κατουρούσε,
κι απ' το πολύ το κάτουρο, πλημμύρισε η πόλη
και βγήκαν στα μπαλκόνια τους οι Αθηναίοι όλοι,
θύελλα ξεσηκώθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου
και δήλωσε ο πρωθυπουργός: "Θέλω κι εγώ πιπί μου."
Το γεγονός καλύφθηκε απ' όλα τα κανάλια
κι όσα δεν το προλάβανε, τους πέφτανε τα σάλια
για το σπουδαίο ρεπορτάζ που χάσανε αδίκως
και τα μαλλιά του τράβαγε ο θείος μου ο Νίκος,
κι ας μην είχε πολλά μαλλιά για να τα χαραμίσει
κι έβαλε το κεφάλι του κάτω απ' την κρύα βρύση.
Θλιμμένος ο επισμηναγός, επέστρεψε σε μένα
και βρήκε όλα τα δόντια του στο πάτωμα πεσμένα.
Τα μάζεψε ευλαβικά μες στο πηλίκιό του
κι ο κακομοίρης κόντεψε να σκάσει απ' το κακό του.
Κι εγώ που ήθελα πολύ να τον παρηγορήσω,
τον έβαλα να κοιμηθεί για να τον νανουρίσω,
τραγούδια του τραγούδησα μέχρι την άλλη μέρα
και το ξημέρωμα ήθελε να του φορέσω βέρα.
Πήρα κι εγώ έναν χαλκά από παλιά κονσέρβα
γιατί δεν ανεχόμουνα να μ' έχει για ρεζέρβα,
στο χέρι του τον έβαλα προτού το μετανιώσει,
μα αυτός ο άθλιος γύρευε αιτία για να θυμώσει
και τα 'κανε γυαλιά καρφιά χωρίς καμιά αιτία
κι απ' τις φωνές που έβαλε αντηχήσαν τα Χαυτεία.
Βαριεστημένος άνοιξε το αδειανό ψυγείο
αλλά δεν βρήκε τίποτα, μόνο νεράκι κρύο.
Του πέρασα τα δόντια του σ' ένα κομμάτι σπάγκο,
μα εκεί που σηκωνόμουνα, με έπιασε λουμπάγκο.
Εκείνος συγκινήθηκε που με είδε διπλωμένη
στα δυο εις το δωμάτιο ωσάν περισπωμένη,
και είπε: "Μα την πίστη μου, γυναίκα θα σε πάρω,
εγώ θα κάνω τον παπά, εγώ και τον κουμπάρο."
Κι αντί για στέφανα έβαλε τα δόντια στο λαιμό του
με χάρη και μ' ευγένεια αντάξια πιλότου.
Μπορεί ο επισμηναγός να έκανε ένα λάθος,
όμως το λάθος σε καλό του βγήκε κατά βάθος,
κι αν η πατρίδα έχασε τον υπερασπιστή της,
βρήκα εγώ έναν σύζυγο το βράδυ αυτό της Τρίτης.

Από την ποιητική συλλογή "Ονειρκά Έπη", εκδόσεις ΧΑΛΙΜΑ, 1994

ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΦΟΔΟΣ

Βόμβες χιλίων κιλοβάτ ραγίσαν την καρδιά μου και ένας επισμηναγός έπεσε στην ποδιά μου. Κι έκανε μία έφοδο ελεύθερη κι ωραία  στο αδειανό ψυ...